Quantcast
Bliatsou.gr
ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΠΛΙΑΤΣΟΥ
Follow us

Search

  -  ΣΠΑΝΔΩΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Δημοσιογράφος- συγγραφέας

Έβλεπε στα όνειρά της την Παναγία

Είμαι κατά το ¼ Τζιώτης. Η γιαγιά μου ήταν το γένος Ποπολάνου. Μια οικογένεια γενοβέζικης καταγωγής, όπως και οι Πάγγαλοι, από τους προύχοντες του νησιού. Η γιαγιά μου παντρεύτηκε τον Σπανδωνή και η αδελφή της, Ελένη, παντρεύτηκε τον Θρασύβουλο Αντωνιάδη, Σμυρνιό έμπορο βελανιδιών και υποπρόξενο της Δανίας στο νησί.

Την εποχή εκείνη στο νησί υπήρχαν τρείς κοινωνικές τάξεις και ξεχώριζαν από την ενδυμασία τους. Οι προύχοντες φορούσαν καλπάκι και γούνα, οι μεσαίοι ήταν μαυροβρακάτοι, και οι ξωτάρηδες ασπροβρακάτοι.

Η Ελένη Αντωνιάδου ήταν ένας πολύ θρήσκος άνθρωπος. Έβλεπε συνέχεια στα όνειρά της την Παναγία. Σε ένα από αυτά τα όνειρα, η Παναγία της είπε να χτίσει μια εκκλησία. Ήταν χειμώνας το 1930, όταν με πολλούς κόπους και βάσανα ξεκίνησαν από τη Xώρα και κατεβήκαν στην Πέρα Μεριά, στις Πόλλες, για να βρει το μέρος που της υπέδειξε η Παναγία. Η έκταση αυτή, από τη μικρή παραλία στις Πόλλες μέχρι επάνω, ήταν ιδιοκτησία του Αντωνιάδη. Επειδή όμως ήταν άγονη την είχε μοιράσει σε διάφορες οικογένειες. Μία από αυτές ήταν η οικογένεια Πορύχη. Η μητέρα τους ήταν άνθρωπός του σπιτιού της θείας μου, ήταν βοηθός της και της συμπαραστάθηκε πάρα πολύ στο έργο της . Ο Πορύχης λοιπόν παραχώρησε το κομμάτι του. Στη θέση εκείνη που επέλεξαν για την εκκλησία υπήρχαν θεμέλια πρωτοχριστιανικού ναού. Έφτιαξαν με πολλές ταλαιπωρίες ένα προσκυνητάρι.

Ή μεταφορά των υλικών σε εκείνη την απόκρημνη . περιοχή ήταν άθλος τότε.

Τα επόμενα χρόνια με την κατοχή, με τους πολέμους, ήταν δύσκολο η θεία να ολοκληρώσει το όνειρό της. Το 1950, αποφασίσανε να φτιάξουν την εκκλησία. Στο πρώτο σκάψιμο βρήκανε υπολείμματα κεριών που στο κάτω μέρος τους είχαν το μονόγραμμα του Χριστού. Η θεία μου, η γιαγιά μου και η Πορύχη δίνανε μεγάλο αγώνα για το χτίσιμο της εκκλησίας. Όταν ολοκληρώθηκε και ήταν να αποφασίσουν ποιο όνομα να δώσουν η θεία Ελένη κοιμήθηκε στην εκκλησία και είδε όνειρο την Παναγία που της είπε καθαρά ότι η εκκλησία θα είναι η Παναγία η Μυρτιδιώτισσα. Κάθε χρόνο στις 24 Σεπτεμβρίου γίνεται το πανηγύρι χρόνια τώρα.

Στα γεράματά της είχε πάρκινσον. Ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη της και η ανάγκη να πηγαίνει στην εκκλησία που της έφτιαξαν μία κατασκευή, έκοψαν τα πόδια από μια καρέκλα σκηνοθέτη, έβαζαν σακιά με άχυρο δεξιά και αριστερά στο σαμάρι του γαιδάρου και έτσι , λοιπόν, πάνω στο ζώο τη έφερναν από τη Χώρα στην Καρθαία.

Η Κρινούλα ήταν μια καλλονή

Οι δυο της κόρες Πολύμνια και Κρινούλα συνέχισαν το έργο της μητέρας τους.
Η Πολύμνια ήταν εγκεφαλικός τύπος, μαχητική για τη χειραφέτηση της γυναίκας και από τις πρώτες που εργαζόταν στο τραπεζικό κύκλωμα.

Η Κρινούλα ήταν μια καλλονή. Έγιναν μονομαχίες για χάρη της.

Στην Αθήνα έμεναν σε ένα σπίτι στην Ασκληπιού. Αυτή πέρναγε τον περισσότερο καιρό της στο υπόγειο, άνοιγε και ομπρέλα να μη την πιάσει ο ήλιος. Ήταν κατάλευκη σαν τα κρίνα. Παντρεύτηκε τον αξιωματικό του ναυτικού Γιώργο Σείδα. Μετά την κατάρρευση του Αλβανικού μετώπου, έφυγε και πήγε στη Μέση Ανατολή όπου ήταν κυβερνήτης ενός ναρκαλιευτικού. Αυτό το ναρκαλιευτικό αργότερα μετετράπη σε επιβατικό πλοίο όπου έκανε το δρομολόγιο Λαύριο- Κέα. Θα ήμουν αρχές της τάξης του Γυμνασίου που μπήκα στο πλοίο με το θείο μου για να πάμε στη Τζια και όταν μπήκε μέσα στο πλοίο είπε, «Μα αυτό είναι το πλοίο μου».

Η Κρινούλα λοιπόν όταν έφυγε ο άντρας της έμενε μόνη της σε μια μονοκατοικία στην Κάτω Κηφισιά. Όταν οι Γερμανοί θέλησαν να επιτάξουν το σπίτι, αυτή το κλειδαμπάρωσε και δεν τους το επέτρεψε. Στην είσοδο της αυλόπορτας φύτεψε δύο δάφνες να μεγαλώσουν και να περάσει ο πλοίαρχος κάτω από τις δάφνες για να μπει στο σπίτι του όταν θα επέστρεφε, πράγμα που έγινε. Ήταν απίστευτη η δύναμή της.