Quantcast
Bliatsou.gr
ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΠΛΙΑΤΣΟΥ
Follow us

Search

  -  ΜΠΙΘΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Γεωπόνος

Πίνακας της Γεωργίας Μπλιάτσου από τη συλλογή ΄Απογραφές της μνήμης. Μαρτυρίες από τη Τζιά΄Τζιώτης τριών γενεών

Είμαι Τζιώτης τριών γενεών. Όταν υπηρετούσα στο στρατό ήταν εποχή του εμφυλίου. Από τη σχολή δοκίμων τότε είχαμε κυβερνήτη-αντιπλοίαρχο τον Σπύρομήλιο. Ήταν η εποχή που ζούσε το μεγάλο έρωτα με τη Μελίνα Μερκούρη. Σε κάθε λιμάνι που πιάναμε, ερχόταν και η Μελίνα. Ήταν κοντός, ωραίος, τσαχπίνης, αλλά ήταν λεβέντης, παλικάρι. Όταν κάναμε απόβαση εν ώρα μάχης, πρώτα τα κανόνια κάναν τα πάντα σκόνη και μετά κατεβαίναμε εμείς. Μη νομίζεις, δεν ήμασταν και τόσο παλικαράδες.

Ο σκληρότερος πόλεμος ήταν ο εμφύλιος. Ήταν δύσκολο να σημαδεύεις και να σκέπτεσαι ότι απέναντι μπορεί να ήταν συγγενής σου. Δε μπορούσες να αντιδράσεις όμως, όσοι αντέδρασαν, τουφεκίστηκαν. Νομίζω ότι οι Άγγλοι μας διχάσανε. Δίνανε πεντακόσιες μπότες στο ΕΔΕΣ και πεντακόσιες στον ελληνικό στρατό. Υπάρχουν στοιχεία που το αποδεικνύουν αυτό. Οι αντάρτες είχαν μια ιδεολογία, δεν ήταν συμμορήτες. Θυμάμαι ακόμα όταν ο Παπάγος έκανε επιθεώρηση σε στρατόπεδο, κάπου στην Ελασσόνα, και ρώτησε ποιοι έχουν παράπονα, να τα πουν. Τότε λοιπόν βγήκαν δύο στρατιώτες και είπαν ότι απαλλάχθηκαν από το στράτευμα δύο άντρες με τη δικαιολογία του φυματικού. Εκείνος υποσχέθηκε ότι θα το εξετάσει και αν διαπίστωνε ότι ήταν πράγματι έτσι, θα τους ντουφέκισε σε δύο μέρες. Πράγμα που έγινε. Ο ένας ήταν ο γιος του Χρυσικόπουλου. Η συμμορίτες ήταν αδέλφια μας.

Αχ ρε Γεωργία, μας λαχτάρησες. 17 Οκτωβρίου που βρεθήκαμε στο super market στο νησί, από τότε δεν έχω κλείσει μάτι. Με πήρες φωτογραφία, σου έδωσα και το τηλέφωνο του σπιτιού μου, εγώ δεν είχα κανένα στοιχείο σου, ξέχασα και το όνομα σου και το μόνο που έκανα ήταν να αισθάνομαι απειλημένος με όλα αυτά που γίνονται στη σημερινή εποχή. Δε κοιμόμουν τα βράδια και είχα σκεφτεί να προσλάβω για την ημέρα ένα φύλακα έξω από το σπίτι μου, φοβούμενος μια πιθανή ληστεία. Οι φίλοι μου λέγανε «Τόσο εύκολα πέφτεις στην παγίδα μιας νέας μελαχρινής γυναίκας? Αυτές βάζουν για δολώματα και μετά κάνουν οι άλλοι τι δουλειά τους.»

Θα σου πω, με έχουν κλέψει τρεις φορές. Θα σου πω την τελευταία.
Περπατούσαμε με την Ευαγγελία αγκαζέ στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής. Εκεί ,λοιπόν, που περπατούσαμε έρχεται μπροστά μας ένας πολύ περιποιημένος κύριος, ένα ωραίο παιδί, ντυμένος με κοστούμι, γραβάτα, το παπούτσι το μυτερό και μας λέει, έχετε λασπωθεί από πίσω και οι δύο σας. Λέει, να σας τινάξω. Εγώ φόραγα ένα μπουφάν κοντό και στην τσέπη του παντελονιού μου πίσω είχα το πορτοφόλι μου. Άρχισε αυτός να μας τινάζει, ασχολήθηκε περισσότερο μαζί μου, γιατί εγώ είχα το πορτοφόλι. Τον ευχαριστήσαμε θερμά και φτάσαμε στο σπίτι. Εκεί διαπίστωσα ότι μου είχε πάρει το πορτοφόλι. Αυτός λοιπόν είχε μια ένεση όπου έβαζε λάσπη και τη έριχνε στους αθώους περαστικούς και μετά τους ξάφριζε.

Στην πολυκατοικία στην Αθήνα, μένουμε στον ίδιο όροφο με τον συνταξιούχο υποστράτηγο της αστυνομίας. Ευτυχώς, γιατί αυτός είναι λόγω επαγγέλματος αρκετά καχύποπτος. Μια μέρα λοιπόν, χτυπάει το κουδούνι της πόρτας του και είναι δύο νεαροί με δύο γλάστρες στο χέρι. «είμαστε από το νέο ανθοπωλείο, που ανοίξαμε εδώ κοντά, έχετε μπαλκόνι να σας χαρίσουμε τις γλάστρες? Γιατί σκεφτήκαμε ότι είναι καλύτερο να μας μάθει έτσι η γειτονιά». Ο υποστράτηγος όντας καχύποπτος ρωτάει που είναι το νέο κατάστημα. Αυτοί του λένε, «είναι εδώ, κοντά στην ανηφόρα, δίπλα στο super market». «ποιο super market?», ρωτάει. «δίπλα στον Σκλαβενίτη». «Εδώ κοντά δεν έχουμε κανένα Σκλαβενίτη», σκέπτεται ο αστυνομικός και αντιλαμβάνεται ότι έχει να κάνει με απατεώνες. Αρχίζει να φωνάζει «φύγετε από εδώ ρε αλήτες, άστο διάολο» και τους πέταξε έξω από την πολυκατοικία.